ατελεσφόρητος

ατελεσφόρητος
-η, -ο (AM ἀτελεσφόρητος, -ον)
νεοελλ.
αυτός που δεν τελεσφόρησε, που δεν πέτυχε τον σκοπό του, ατελέσφορος, μάταιος
αρχ.-μσν.
1. ο ανώριμος
2. εκείνος του οποίου διακόπηκε η ανάπτυξη ή η ωρίμανση.
[ΕΤΥΜΟΛ. < α- στερ. + τελεσφορώ < τελεσφόρος «αποτελεσματικός»].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • ἀτελεσφόρητος — not brought to accomphishment masc/fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀτελεσφόρητον — ἀτελεσφόρητος not brought to accomphishment masc/fem acc sg ἀτελεσφόρητος not brought to accomphishment neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀτελεσφορήτοις — ἀτελεσφόρητος not brought to accomphishment masc/fem/neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀτελεσφορήτους — ἀτελεσφόρητος not brought to accomphishment masc/fem acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀτελεσφορήτων — ἀτελεσφόρητος not brought to accomphishment masc/fem/neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀτελεσφορήτῳ — ἀτελεσφόρητος not brought to accomphishment masc/fem/neut dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀτελεσφόρητα — ἀτελεσφόρητος not brought to accomphishment neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀτελεσφόρητοι — ἀτελεσφόρητος not brought to accomphishment masc/fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μάταιος — η ο, θηλ. και α, (ΑM μάταιος, ον, θηλ. και αία) (για λόγια ή πράξεις) άσκοπος, ανώφελος, άχρηστος, αυτός που δεν φέρνει αποτέλεσμα, ατελεσφόρητος (α. «παῡσαι λέγων λόγους ματαίους», Η ρόδ. β. «ἄνθρωποι δὲ μάταια νομίζομεν», Θέογν.) νεοελλ. 1.… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”